σινοϊαπωνικός

σινοϊαπωνικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ταυτοχρόνως στην Κίνα και στην Ιαπωνία ή στους Κινέζους και στους Ιάπωνες («σινοϊαπωνικός πόλεμος» — ο πόλεμος μεταξύ Κινέζων και Ιαπώνων).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σίνες «Κινέζοι» + Ιάπωνες + κατάλ. -ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”